τέτραζυξ

τέτραζυξ
τέτρα-ζυξ, ῠγος, , , = foreg., ib.7.6, 12.169.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετράζυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τετράζυγος* [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. τί ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • τετραζύγων — τέτραζυξ masc gen pl τετράζυγος fouryoked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζυγα — τέτραζυξ masc acc sg τετράζυγος fouryoked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζυγας — τέτραζυξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζυγες — τέτραζυξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζυγι — τέτραζυξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράζυγος — τέτραζυξ masc gen sg τετράζυγος fouryoked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”